- συνασκῶν
- συνασκέωhelppres part act masc nom sg (attic epic doric)συνασκέωhelppres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνασκώ — έω, ΜΑ [ἀσκῶ] μσν. εκκλ. ασκούμαι στον μοναχικό βίο μαζί με άλλον αρχ. 1. ασκώ ή εξασκώ κάποιον σε κάτι ακόμη 2. βοηθώ κάποιον να ασκηθεί σε κάτι 3. εκπαιδεύω κάποιον πλήρως («πανταχόθεν ἑαυτὸν συνασκῶν», Διογ. Λαέρ.) 4. συνεργώ σε κάτι 5.… … Dictionary of Greek